Πρώτοι στη Βόνιτσα ήρθαν οι Ιταλοί, και τελευταίοι φύγανε και τούτο το παράδοξο, θα σας το εξηγήσω, όταν έρθει η ώρα του. Ήρθαν λοιπόν οι Ιταλοί με τα μαντολίνα και τις κιθάρες τους και μεις γελάγαμε με τα πολύχρωμα φτερά που είχανε στα καπέλα τους. Σαν τα αγριοκοκόρια ήτανε,,, έτοιμοι να πετάξουν. Είχανε και πανέμορφα παϊτονια, που τα σέρνανε άλογα,,, και μ αυτά, κόβανε βόλτες οι αξιωματικοί, στα πέριξ...
Ήτανε φιλικοί με το λαό, γιατί δεν είχε αρχίσει, ακόμα η αντίσταση Οι καραμπινιέροι, απ την αρχή ψάχνανε για -κότα-γαλίνα- και άρχισαν να κλέβουν αυγά, απ τα κοτέτσα. Τους πήραν όμως μυρωδιά οι νοικοκυρές,,, και συμμαζέψανε τις κότες απ τις αυλές τους. Έδεσαν και σ΄ ένα παλούκι της πόρτας του κοτετσού, το σκύλο για ν΄ αγριέψει, και σιγουρευτήκανε απ τις μπαγαποντιές. Τότε, κάθε σπίτι στη Βόνιτσας, είχε και το δικό του σκύλο. Ήταν αμολημένος στην αυλή για να προστατεύει απ τις αλπές και τα τσακάλια, τα ζωντανά του σπιτιού. Τα τάιζαν με το σκυλόψωμο, που ήταν ψωμί από πίτουρα ζυμωμένο με τυρόγαλο,,, και το ψήνανε στο φούρνο του σπιτιού.
Όταν κάνανε την εμφάνισή τους τις νύχτες οι άλπές, βγάζανε μια μακρό-συρτή φωνή, ένα <πέουουου> και ακούγοντας το ουρλιαχτό αυτό τα σκυλιά της Βόνιτσας, άρχιζαν ν αλιχτάνε όλα μαζί,,, και γινόταν χαμός. Πολλές φορές βλέπαμε τους Ιταλούς, να τρυγυρνάνε με τις απόχες στον ώμο τους, για να μαζέψουνε μπακακάκια και νεροχέλωνες απ τα γύρω χαντάκια. Εμείς, λέγαμε στα χαμηλά πως τρώγανε και τις γάτες κι όταν βλέπαμε κανένα Ιταλό να ματσουλάει του φωνάζαμε τραγουδιστά, κάααατσε... κάααατσε... κι αυτός μας κοίταζε και χαμογελούσε, χωρίς να καταλαβαίνει.
Εμείς όμως, τρώγαμε τα σκατζοχέρια. Αυτά συνήθως πηγαίνουνε κοπαδιαστά -το να πίσω απ τ άλλο- κι όταν τα πιάναμε, τα βάζαμε σ ένα ταψί,,, και χτυπώντας τους ντενεκέδες, τα αναγκάζαμε να χορέψουν. Μετά τα πηγαίναμε στον μπάρμπα-Νίκο τον Κανατσούλι πού ήταν ο μόνος ειδικώς στη Βόνιτσα,,, και ήξερε να τα γδέρνει. Το κρέας τους είναι σαν του αγριογούρουνου και ακόμα καλύτερο.
Τα γουρούνια τρώνε ακαθαρσίες, ενώ τα σκατζοχέρια τρώνε μόνο τα χόρτα τα φρούτα και αγαπούν ιδιαίτερα τα σταφύλια. Είδα όμως και σκατζόχοιρα με φίδι, νάναι κουλουριασμένο γύρω του,,, κι αυτός μια μπάλα, να κατρακυλά και να το σκοτώνει, με τ αγκάθια του. Δεν ξέρω όμως, αν στο τέλος, τόφαγε. Όταν τρώγαμε σκατζόχοιρο δεν το μαρτυράγαμε σε κανένα γιατί αν το μάθαινε ο παπάς, δεν θα μας μεταλάβενε ούτε και θα μας ξομολογούσε, για να σχωρεθούν οι αμαρτίες μας. Ίσως η θρησκευτική αυτή απαγόρευση, να είχε σχέση με το ότι τα σκατζοχέρια είναι τα μόνα ζώα που κάνουν έρωτα σαν τους ανθρώπους. Η σκατζοχερίνα πέφτει τ ανάσκελα, όλο νάζι και σηκώνει τα ποδάρια της ψηλά. Σκεφτόμασταν τότε,,, και το συζητήσαμε σε σύναξη, πως γι αυτό το λόγο, δεν είχαν αγκάθια τα σκατζοχέρια, στην κοιλιά. Τώρα που είπα για φαΐ, μούρθε στη θύμησή μου και ο φούρνος του Ντάρδη, που τον είχανε επιτάξει οι Ιταλοί και φούρνιζαν μπανιότες.
Όταν πήγαινα στο φαρμακείο του πατέρα μου, που ήταν δίπλα στο φούρνο αυτό, -απ την πίνα που είχα-, μούρχοταν λιποθυμιά, απ τη μυρωδιά της μπανιότας, καθώς μοσκοβόλαγε ολόγυρα ο τόπος.
Μια φορά και μοναδική, με είδε ένας φούρναρης που τρέχαν τα σάλια μου και μου δώσανε μια μπανιότα. Τι να σας πω βρε παιδιά,,, και τι να σας μολογήσω. Ήτανε το κάτι άλλο. Ήτανε ένα μικρό λαχταριστό καρβελάκι -μια μερίδα- με άσπρο αλεύρι, που η μυρωδιά του, στριφογυρίζει ακόμα στη μύτη μου, μετά από 74 ολόκληρα χρόνια. Εμείς τρώγαμε μπομπότα, που αν ήτανε και κρύα, σκάλωνε στο λαιμό, και μας κόβονταν η ανάσα. Μας πεταγόταν τα μάτια μας έξω,,, και τότε ψάχναμε για λίγο νερό, να ξεγουρλοθούμε.
Πηγή: giorgosbelesiotis.blogspot.com
Ήτανε φιλικοί με το λαό, γιατί δεν είχε αρχίσει, ακόμα η αντίσταση Οι καραμπινιέροι, απ την αρχή ψάχνανε για -κότα-γαλίνα- και άρχισαν να κλέβουν αυγά, απ τα κοτέτσα. Τους πήραν όμως μυρωδιά οι νοικοκυρές,,, και συμμαζέψανε τις κότες απ τις αυλές τους. Έδεσαν και σ΄ ένα παλούκι της πόρτας του κοτετσού, το σκύλο για ν΄ αγριέψει, και σιγουρευτήκανε απ τις μπαγαποντιές. Τότε, κάθε σπίτι στη Βόνιτσας, είχε και το δικό του σκύλο. Ήταν αμολημένος στην αυλή για να προστατεύει απ τις αλπές και τα τσακάλια, τα ζωντανά του σπιτιού. Τα τάιζαν με το σκυλόψωμο, που ήταν ψωμί από πίτουρα ζυμωμένο με τυρόγαλο,,, και το ψήνανε στο φούρνο του σπιτιού.
Όταν κάνανε την εμφάνισή τους τις νύχτες οι άλπές, βγάζανε μια μακρό-συρτή φωνή, ένα <πέουουου> και ακούγοντας το ουρλιαχτό αυτό τα σκυλιά της Βόνιτσας, άρχιζαν ν αλιχτάνε όλα μαζί,,, και γινόταν χαμός. Πολλές φορές βλέπαμε τους Ιταλούς, να τρυγυρνάνε με τις απόχες στον ώμο τους, για να μαζέψουνε μπακακάκια και νεροχέλωνες απ τα γύρω χαντάκια. Εμείς, λέγαμε στα χαμηλά πως τρώγανε και τις γάτες κι όταν βλέπαμε κανένα Ιταλό να ματσουλάει του φωνάζαμε τραγουδιστά, κάααατσε... κάααατσε... κι αυτός μας κοίταζε και χαμογελούσε, χωρίς να καταλαβαίνει.
Εμείς όμως, τρώγαμε τα σκατζοχέρια. Αυτά συνήθως πηγαίνουνε κοπαδιαστά -το να πίσω απ τ άλλο- κι όταν τα πιάναμε, τα βάζαμε σ ένα ταψί,,, και χτυπώντας τους ντενεκέδες, τα αναγκάζαμε να χορέψουν. Μετά τα πηγαίναμε στον μπάρμπα-Νίκο τον Κανατσούλι πού ήταν ο μόνος ειδικώς στη Βόνιτσα,,, και ήξερε να τα γδέρνει. Το κρέας τους είναι σαν του αγριογούρουνου και ακόμα καλύτερο.
Τα γουρούνια τρώνε ακαθαρσίες, ενώ τα σκατζοχέρια τρώνε μόνο τα χόρτα τα φρούτα και αγαπούν ιδιαίτερα τα σταφύλια. Είδα όμως και σκατζόχοιρα με φίδι, νάναι κουλουριασμένο γύρω του,,, κι αυτός μια μπάλα, να κατρακυλά και να το σκοτώνει, με τ αγκάθια του. Δεν ξέρω όμως, αν στο τέλος, τόφαγε. Όταν τρώγαμε σκατζόχοιρο δεν το μαρτυράγαμε σε κανένα γιατί αν το μάθαινε ο παπάς, δεν θα μας μεταλάβενε ούτε και θα μας ξομολογούσε, για να σχωρεθούν οι αμαρτίες μας. Ίσως η θρησκευτική αυτή απαγόρευση, να είχε σχέση με το ότι τα σκατζοχέρια είναι τα μόνα ζώα που κάνουν έρωτα σαν τους ανθρώπους. Η σκατζοχερίνα πέφτει τ ανάσκελα, όλο νάζι και σηκώνει τα ποδάρια της ψηλά. Σκεφτόμασταν τότε,,, και το συζητήσαμε σε σύναξη, πως γι αυτό το λόγο, δεν είχαν αγκάθια τα σκατζοχέρια, στην κοιλιά. Τώρα που είπα για φαΐ, μούρθε στη θύμησή μου και ο φούρνος του Ντάρδη, που τον είχανε επιτάξει οι Ιταλοί και φούρνιζαν μπανιότες.
Όταν πήγαινα στο φαρμακείο του πατέρα μου, που ήταν δίπλα στο φούρνο αυτό, -απ την πίνα που είχα-, μούρχοταν λιποθυμιά, απ τη μυρωδιά της μπανιότας, καθώς μοσκοβόλαγε ολόγυρα ο τόπος.
Μια φορά και μοναδική, με είδε ένας φούρναρης που τρέχαν τα σάλια μου και μου δώσανε μια μπανιότα. Τι να σας πω βρε παιδιά,,, και τι να σας μολογήσω. Ήτανε το κάτι άλλο. Ήτανε ένα μικρό λαχταριστό καρβελάκι -μια μερίδα- με άσπρο αλεύρι, που η μυρωδιά του, στριφογυρίζει ακόμα στη μύτη μου, μετά από 74 ολόκληρα χρόνια. Εμείς τρώγαμε μπομπότα, που αν ήτανε και κρύα, σκάλωνε στο λαιμό, και μας κόβονταν η ανάσα. Μας πεταγόταν τα μάτια μας έξω,,, και τότε ψάχναμε για λίγο νερό, να ξεγουρλοθούμε.
Πηγή: giorgosbelesiotis.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου